- σκληροειδής
- -ές, Α(κατά τον Ησύχ.) σκληρός ως προς τη φύση του.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek